Skip to content
Menu

Με τη Τζουμερκιώτικη λαλιά.

Το μαντρί και το μαλλί, η γκλίτσα και η γλίτσα

Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας

Νικηφόρος και τροπαιούχος μας μπήκε ο καινούριος χρόνος. Θα τελέψ’ η παίδεψί μας και θα κάνουμε κι ‘μειςμπλέτσ'(ι). Μπήκε το νερό στ’ αυλάκ’. Ταχιά θα μπλετσκώσουμε. Κάτσαμαν τόσα χρόνια στ’νκρέμασ’, παρά τσιότσιο να πέσουμε στον γκρεμό. Ξύσαν για τα καλά το γιδοτόμαρο και έτσι γιαρτάραμαν. Χάσαμαν, βέβαια, τα χλιάρια, καργαρώσαμαν, όμως, καργάραμαν και καρκανιάσαμαν απ’ το ξεροψήσιμο, αλλά όλα πάνε καλά.

Βέβαια, η φέξ’ είνι π’ λιουγκρίζ’, αλλά τα ευχάριστα τα επιβεβαιώνουν πολλά γεγονότα.

Επιτέλους βγήκε, βρέθηκε γκισέμ’ στη Νέα Δημοκρατία. Μέχρι τώρα καταπώς λένε εκεί στο Τζουμέρκο «γαϊδούρ’ διμένοζ(η)μια δεν κάν’». Δεν ήταν μπορετό ο άλλος, ο Αλέκος να είναι ντιπ αζάπωτος, ασούτωτος και πάντα καβαλάρ’ς. Δεν ήταν και ντιπ μαρμάρα η Νέα Δημοκρατία. Έτεκεν αρχηγό και τώρα «ξύν’ τα νύχια για καβγά». Ελαφρώς βέβαια γιατί φοβάται μήπως ξεμουφλάρ’ και μείν’ χωρίς πατούνες.

Ο Άδωνις έμεινε να φουρλατάει, αφού έφαγε τέτοιο φούσκο και «πήρε τ’ν κάπα μι τα μανίκια τουνκατήφουρου». Είμαστε, ακόμα στο μοστράρισμα. Φκιασίδια, ντυμασιά, κουλοκούρ’σμα -το μαλλί πώς είναι;- βάψιμο και στόλισμα λουλουδάτο.

Κάποιοι μπέρδεψαν τις εκλογές για αρχηγό κόμματος και ζήτησαν βουλευτικές εκλογές. Πάλι; Πάλι. «Βάλε με κυρά μου μέσα, βάλε με και παραμέσα». Ευλόγως, καθόσον άλλα έταξαν και άλλα έκαμαν κατά το «άλλα μούδειξες και άλλο μού μπηξες». Τους σταμάτησαν αμέσως όλους αυτούς με το επιχείρημα «τ’ παπά τα γένια καίγονται, εσείς τσιγάρο πάτε ν’ ανάψετε;».

Και το τσιγάρο δεν το άναψαν γιατί κινδύνευαν να φωτοκαούν κι άφ’σαν τον Πάκη και τον Μάκη, τη Σοφία και το Γιουρίκα να λαλούν καθημερ’να στα τηλεκούτια και να ενημερώνουν το λαό, «τι κρεμαστάρ’ είχαν και τι και ποιο παραγ’ων’ τους έμ’νε». Κι έχ’ ο Θεός.

Άλλο ευχάριστο γεγονός: «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ θέμα «προκάλεσε» ο Σύλλογος «ΚΩΣΤΗΛΑΤΑ» Θεοδωριάνων, όταν εμφανιζόμενος στο Μέγαρο Μαξίμου για να πει τα κάλαντα στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ξέφυγε από τα καθιερωμένα κάτι που φαίνεται να χάρηκε ιδιαιτέρως και ο ίδιος.

Η πρωτοτυπία να χαρίσει μια γκλίτσα έκανε το γύρο του κόσμου, ενώ με την έξυπνη αυτή ιδέα του προέδρου, Γιάννη Παπαγιάννη, έλαβε καλή… πάσα όταν είπε πως θα την πάρει μαζί του στις Βρυξέλλες, στέλνοντας έτσι το δικό του μήνυμα στους δύσκολους όσο και δύστροπους εταίρους μας!»

Η γκλίτσα, για όσους δεν ξέρουν, είναι ένα εργαλείο απαραίτητο για να μαντριάσ’ ο τσοπάνης τα ζωντανά, καταπώς και οι πολιτικοί μαντριάζουν τους ψηφοφόρους. Στο μαντρί μπαίνουν όλοι, (για ιδεολογία και πολιτική συνείδηση θα μιλάμε τώρα), τα γκισέμια και οι γκέσες, οι σιούτες και οι Κανούτες, τα βελαζούρια και οι Γκιόσες…

Γίναμαν και πάλι σουργούν’ σ’ όλον τον κόσμο και τον ντουνιά.
Και την γκλίτσα την πήρε ο Αλέξης, δεν ξέρω ποιον και ποιους χρειάζεται να ζιοκιάσ’, αλλά, να, θυμήθηκα και κείνον τον Βάρναλη που τον διαβάζει κάποιος κι ανατριχιάζει: ” Και να γιατί είμαι το πνεύμα της ανταρσίας, γιατί στα ιδανικά των κόσμων που γκρεμίζονται, φέρνω τά ιδανικά των κόσμων που γεννιούνται. Είμαι κάθε φορά το μέλλον ……….» ( Κ. Βάρναλης ).

Και παράλληλα με την ανατριχίλα τούρχεται κι αχαμνά, γιατί «έκοψαν κατά κάτ’ οι λύκ’ κι θα μας αποτελειώσουν». Δεν είναι βοσκοί αυτοί. Είναι…
«Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!/Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!/ Ξανὰστὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ἐσύ./Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰπιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,/γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.» (Κ. Παλαμάς)

Δεν σώζει κανέναν καμιά γκλίτσα. Βαράν όπου φτάσουν… Συντάξεις και συνταξιούχους, μισθούς και μεροκάματα, χωριατόσπιτα και λαζνίδια, όλα τα ΕΝΦΙΑΖΟΥΝ. Προς αποκομιδή όχι απλά κέρδους, αλλά υπερκέρδους. Όχι ημών, αλλά των δανειστών-«συμμάχων» μας. Από την άποψη αυτή καλή είναι και η γκλίτσα: «να τα ζ’γιάσεις με τ’ γκλίτσα στο κεφάλ’ να θρουμπιαστούν, να πέσουν τάβλα, να βάλουν μυαλό και τα υπόλοιπα ζωντανά, μπας και ησυχάσουμε απ’ αυτά τα κουρκουτιασμένα».

Για το ταγάρ’ που έδωσαν στην Περιστέρα δεν υπάρχει πρόβλημα. «Ξέρ’ ου βλάχους τι έχ’ στον ντρουβά».