Στις 24 Νοεμβρίου 2014 η Πανηπειρωτικη Συνομοσπονδία Ελλαδας διοργάνωσε ημερίδα για τα Ηπειρώτικα Πανηγύρια.
Εισηγητής στην ημερίδα ήταν ο συμπατριώτης μας Αγναντίτης Χρίστος Τούμπουρος, ο οποίος έκανε την παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομιλία:
Το Ηπειρώτικο πανηγύρι
Ένα πανηγύρι οργανώνουμε. Να λαλήσει για τα καλά το κλαρίνο, για να μας χτυπήσει κατακούτελα, στο Δόξα πατρί. Κι από κοντά οι κρυσταλλένιες φωνές, αληθινά νεροξεπετάγματα του Αώου, του Αχέροντα και του Αράχθου. Να συνοδεύουν τα γλυκύτατα μελίσματα του βιολιού και του λαούτου.
Και το ντέφι να δίνει ρυθμό και αρμονία σ’ όλα τα μουσικά ακούσματα… Γλυκύτατοι ηπειρώτικοι κελαϊδισμοί. (Μακριά από τα ντραμς, τα αρμόνια και τα υπόλοιπα που παραβιάζουν την αγνότητα του πανηγυριού και βιάζουν την ψυχή και την παράδοσή μας). Να το λαλήσουμε μέχρι το πρωί μία και δυο μέρες. Να αχολογήσουν οι ρεματιές του Γράμμου και των Τζουμέρκων με την Καραγκούνα, την Ιτιά, τον Σελήμπεη και τη Γενοβέφα. Και αβέρτα οι φούρλες… Ηπειρώτες και ηπειρώτισσες, φίλοι και φίλες της Ηπείρου όλοι μαζί σε ένα πρωτόφαντο αντάμωμα, όπου θα αποτυπωθεί το αυθόρμητο, η απλότητα, η ειλικρίνεια, το ανεπιτήδευτο της κίνησης…, αλλά και η καθαρότητα της ηπειρώτικης ψυχής.
Τέτοιο πανηγύρι ονειρεύομαι …
Το όνειρο όμως το συνοδεύει και μια γλυκύτατη φωνή…
«Άκου να σ’ πω μωρέ λυκοσκιλ’σμένο. Το παν’γύρ’ δεν είναι να πααίν’ ο πάσα ένας να αμπδάει και να τσακάει τα πράματά τ’. Το παν’γύρ’ είνι γι’ ούλο το χωριό. Κατάλαβέ το. Δεν είναι για παχνίδ’ τ’ καθενός. Είνι ο καθρέφτης τ’ χωριού»
Αγαπητοί πατριώτες ζητώ συγγνώμη γι’ αυτή την εισαγωγή, αλλά είναι τα λόγια της μεγάλης μου δασκάλας, της γιαγιάς μου.
Και πιστέψτε με είναι προφητικά λόγια. Αυτή μού έδωσε τον ορισμό του πανηγυριού.
«Το πανηγύρ’ δεν είναι παιχνίδ’ τ’ καθενός. Είνι ο καθρέφτς τ’ χωριού».
Διαχρονικός ο ορισμός.
Φίλες και Φίλοι
Θα ζητήσω συγγνώμη, γιατί θα ξεφύγω από τα καθιερωμένα, να ορίσω επιστημονικά ή όχι, να προσδιορίσω και να σχολιάσω το ηπειρώτικο πανηγύρι. Όχι, όχι. Θα μιλήσω με τη φωνή της γιαγιάς μου και με τον καημό τον δικό μου. Δεν ανέτρεξα σε βιβλιοθήκες, δεν συμβουλεύτηκα τούς από καθέδρας ειδήμονες, δεν θα μιλήσω επιστημονικά. Θα μιλήσω από το μύχια της ψυχής μου. Αν τύχει και αγγίξω την ηπειρώτικη ψυχή σας, θα είμαι απόλυτα ευχαριστημένος.
Τι είναι αυτό το ηπειρώτικο πανηγύρι;
Είναι, και τι δεν είναι…
Είναι η ατομική ψυχή, η υφασμένη στην πλάση, το προσωπικό βάσανο αλλά και βάλσαμο, το μεράκι, ο σεβασμός «σ’ όσους πέρασαν», η σύνθεση των βιωμάτων, από μικρά παιδιά και η πορεία στην αναζήτηση της ομορφιάς. Συνδέονται όλα με την Ήπειρο, με τον τόπο μας, εκεί όπου γεννηθήκαμε, εκεί όπου κυλάει πάντα το αίμα μας. Και είμαστε περήφανοι, αλλά και πλούσιοι από το σεβασμό των μεταμορφώσεών του -το παλιό που γίνεται νέο- από τη λειτουργία των σκιών, των χρωμάτων, των ήχων στις ρεματιές… Στα πανηγύρια τα μετουσιώνουμε.
Στα πανηγύρια οι Ηπειρώτες τραγούδησαν, τραγουδούν και εκφράζουν την ικανοποίησή τους, την ευχαρίστηση και την αγαλλίασή τους, για την απόδοση της δουλειάς τους, για τον κάματο και τον ίδρωτά τους. Και γι’ αυτό τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες στήνουμε και στην Αθήνα και σ’ όλα τα αστικά κέντρα, τα δικά μας Ηπειρώτικα πανηγύρια, όπου αναμοχλεύουμε την ασίγαστη μνήμη. Εκεί στην Ηλιούπολη, στο Ίλιον, Αργυρούπολη, Λιόσια, εκεί σ’ όλη την Αττική και σε άλλες αστικές πόλεις παρελαύνουν εικόνες μιας αλλοτινής ζωής, ΑΝΕΜΕΛΗΣ και ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗΣ.
Μια απάντηση και ένας χαιρετισμός από την πρωτεύουσα στα άπιαστα ηπειρώτικα γκρεμοτόπια. Τζουμέρκα, Κόνιτσα, Βωβούσα, Κατσανοχώρια, Καλαμάς, Μυρσίνη, Ήπειρος. Κι όσοι απηύδησαν από την καθημερινή πρωτευουσιάνικη μονοτονία, απόκαμαν απ’ το λιοπύρ’ της Αθήνας και το στριμωξίδ’ στα λεωφορεία, τσιουρουφλιάστηκαν στο πρωτευουσιάνικο «τηγάνι», μπαϊλντισαν απ’ όλα αυτά, εκεί βρίσκουν αμαλαγιά.
Εκεί, ώσπου να πάμε στο χωριό. Στέλνουμε τα χαιρετίσματά μας.
Στεκόμαστε μπροστά στην πανδαισία της φυσικής και μελωδικής χαρμονής του τόπου μας, της Ηπείρου.
Χαιρόμαστε τον αέρα και νιώθουμε την ύπαρξη και τη δημιουργία!
Βλέπουμε τις γιαγιούλες να κάθονται απόγιομα άκρη άκρη στο μισό φεγγάρι με ασβεστωμένο μεσόφρυδο όξω απ’ τα παράθυρα με το βασιλικό.
Αυθεντικές, ατόφιες, αφκιασίδωτες και αγνές και με το άρωμα της ελληνικής λεβεντιάς στην καρδιά και στο κορμί τους που εκπέμπουν έναν αυτογενή δυναμισμό ανθρωπισμού και μαγεύουν το σύμπαν φανερώνοντας την ακμή και την αρχοντιά της ηπειρώτικης ψυχής.
Έτσι, όπως πρέπει, αυθεντικά, ατόφια και αγνά να είναι τα πανηγύρια μας.
Είναι;
«Η νύχτα θερίζει με χρωματιστό δρεπάνι τους ακίνητους ανέμους της ψυχής»
Το ηπειρώτικο πανηγύρι. Η ηπειρώτικη παράδοση
Αληθινά κακοποιημένες λέξεις.
Μαζί με την καλοκαιρινή ραστώνη, μακριά από το Αυγουστιάτικο Αθηναϊκό καύμα, στα χωριά, κάτω από τα πλατάνια, τα ελάτια και τα δασόσκιωτα ισκιώματα, -πέρα από τα καθιερωμένα- στήνονται και έκτακτα πανηγύρια, όπου αχολογούν οι ρεματιές από την κλαρινόπληκτη Ιτιά και τον παραπονιάρη Σελήμπεη.
Κι όλα αυτά τα ονομάζουμε παράδοση! Τακτικά και έκτακτα πανηγύρια αποκτούν και τον προσδιορισμό του “Παραδοσιακού”. Το παραδοσιακό πανηγύρι τ’ Άι ‘Λιος, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας.
Τα σουβλάκια των 80 ή 60 γραμμαρίων -ανάλογα με το φιλότιμο των διοργανωτών-, τα νάιλον τραπεζομάντιλα, οι πλαστικές καρέκλες, οι μπίρες Ουαλίας, όλα αυτά συμφυρόμενα με τους ήχους του “παραδοσιακού άσματος” “πώς χορεύουν τα καγκέλια τα κορίτσια με τα μέλια» καθαρή συνέχεια του ντιπιντάει, ντιπιντάει, ντιπιντάει, συνθέτουν το παραδοσιακό τζέρτζελο των πανηγυριών.
Κι όσο κι αν θέλουμε να δικαιολογήσουμε την κατάσταση αυτή η σύγχρονη πραγματικότητα δεν αφορά το φαρμάκι που μας πότισε -άδολα πολλές φορές- το μελαχρινάκι ή και οι απειλές του εκασταχού καψούρα:
Κάτω απ’ το σπίτι του θα ‘ρθω και θα σε πάρω μακριά του
Δε σ’ αγαπάει όπως εγώ τι θέλεις μες στην αγκαλιά του.
Κι όλα αυτά ενίοτε γίνονται με τη συμμετοχή, τη διοργάνωση ή και την ανοχή διάφορων πολιτιστικών συλλόγων, αρκούντως χρηματοδοτούμενων από τους Δήμους, ανάλογα φυσικά με το cone κάθε Προέδρου και κάθε παράγοντα.
“Ήμουνα νιος και γέρασα κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου”.
Και τα μαλλιά μου άσπρισαν και την παράδοσή μας την μαύρισαν… Γιατί η παράδοση έχει ασφαλώς σχέση με τον πολιτισμό. Και πολιτισμός είναι η νίκη κατά των αδυναμιών του ανθρώπου. Μια από τις αδυναμίες είναι και η ψυχαγωγία. Τα πανηγύρια, εκτός των άλλων υπηρετούσαν και αυτό το σκοπό.
Υπηρετούσαν… Δεν υπηρετούν. Εξυπηρετούν.
Με μικρές φωτεινές εξαιρέσεις τα πανηγύρια κατάντησαν “αιτία κονόμας” και μέθοδος απόκτησης κέρδους.
Κι ας φωνάζουν, όσοι έζησαν και υπηρέτησαν σ’ όλη τη ζωή τους την παράδοση.
«Παράδοση και τραγούδι τα καλύτερά μας όπλα”
Προκειμένου να εξαρθεί «κοσμολογικά» η γυναικεία ομορφιά στο δημοτικό τραγούδι τότε συγκρίνεται με τα δυο άστρα. Ήλιο και Φεγγάρι.
Εσύ είσαι ένας ήλιος,
φεγγάρι λαμπερό,
που θάμπωσες το φως μου
και δεν μπορώ να διω.
Να δούμε και τα εμπορικά κατασκευάσματα:
Λάι, λάι, λάι, λάι, λάι,
λάι, λάι, λάι, λάι, λάι.
Αγαπώ ένα μωρό,
νταχτιρντί, νταχτιρντί και πω πω πω,
τ’ αγκαλιάζω, το φιλώ, το φιλώ, το φιλώ.
Παίζονται, ακούγονται και χορεύονται αβέρτα στα πανηγύρια μας…
Εκεί, κάτω από τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας, του αρμόνιου, του ντραμς κ.ο.κ., σε μια ατμόσφαιρα τσικνισμένη πανταχόθεν, έτσι ώστε να δημιουργηθεί το “πανηγυριάτικο νέφος”, αμπ’δάν αρκουδοειδώς, αφού κατευθύνονται ρυθμικά και “μελωδικά” από το άσμα:
“Κούκλα μου μην επιμένεις, σε παρακαλώ,
άλλα χείλη γυναικεία δεν ξαναφιλώ.
Αυτά τα μέτζελα και τα τζέρτζελα, αυτά τα σουργούνια, αυτές τις σιαμουνίκλες, που τα μαζεύουμε από την Αθήνα, τα αλλουκουτσμένα, θα μας κάνουν τα πανηγύρια; Είσαι θεομουρλαμένος… Αυτά είναι σούργελα. Μην έρθ’ κανένας από παραπέρα. Θα γίνουμε σουργούν’. Δεν είναι πανηγύρια αυτά. Είναι αρπαχτές του κάθε εμπόρου. Το πανηγύρι είναι ο καθρέφτης του χωριού. Αυτά θα έλεγε και η γιαγιά μου.
Και βέβαια η Ηπειρώτικη παράδοση δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τη μοίρα της παράδοσης των υπόλοιπων περιοχών της πατρίδας μας…
ΠΛΗΡΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ
Ας το καταλάβουμε πως
Αν αρκεστούμε ότι παράδοση είναι τα πανηγύρια, τα κοντοσούβλια και τα κουτάκια μπίρες ας ετοιμαστούμε να αποχαιρετίσουμε την Αλεξάνδρεια που φεύγει! ….
Παράδοση τελικά δεν είναι μόνο το τραγούδι, ο χορός και το τσίπουρο. Είναι τρόπος και στάση, ζωής και σκέψης. Είναι η διατήρηση της φυσικής ομορφιάς και των μνημείων της Ηπειρώτικης τέχνης. Κάτι που οι μέχρι τώρα κρατούντες, φρόντισαν, “τη βοηθεία και φροντιδι” των αστικών ΜΜΕ – εργολάβων, αλλά και του διαδικτύου, να εκφυλίσουν, να αλλοιώσουν και τελικά να την εκμηδενίσουν……
Με λίγα λόγια κοράκια …
Για σιγά όμως. Κάπου ακούω τη φωνή του Παλαμά.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Και είναι φωνή, ατόφια ελληνική, γνήσια και ορθή!
Αν είναι να χτίσουμε πύργους ή να λειτουργήσουμε ναούς, θρονιάζοντας εκεί μια ψεύτικη παράδοση, δεν χρειάζεται! Κακό κάνουμε. Κάτι παραπάνω. Είμαστε ιερόσυλοι!
«…φυτρώστε, ουρλιάστε, φουσκώστε…»
Πληθυντικός αριθμός. Πολύ σωστά, γιατί η λαϊκή παράδοση περιλαμβάνει το σύνολο των έργων ή δραστηριοτήτων που εκφράζουν το λαό της και χαρακτηρίζεται από την ανωνυμία και τη συλλογικότητα.
Με εξαίρεση φωτεινές περιπτώσεις, αν τη βρει κανείς αυτή τη συλλογικότητα, «να μού σφυρίξει κλέφτικα».
Η παράδοση «φορτώνεται» από την πρωτεύουσα και μεταφέρεται, όπου δει ή μάλλον όπου «οικονομεί». Και βεβαίως, να τα νταούλια, να οι καραγκούνες, να και τα αμπδήματα που θα έλεγε και η γιαγιά μου. Και έτσι πιστεύουμε ότι υπηρετούμε την παράδοση. Θα έρθουν οι άρχοντες, θα χειροκροτήσουν οι αρχόμενοι, θα εκδοθεί και δελτίο τύπου που θα αναφέρει ότι ο τάδε ή η τάδε παρευρέθη
Και θα πάνε όλοι καλλιά τους.
Είμαστε όλοι μας υπεύθυνοι.
Χρειάζεται ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ. Και η αντίσταση καλό θα είναι να αρχίσει από εμάς τους ίδιους και από τον συλλογικό φορέα που ονομάζεται Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας. Άξια συγχαρητηρίων είναι για τη σημερινή ημερίδα. Εύγε. Θα έχει αξία όμως αυτό το ΕΥΓΕ, αν όχι αφειδώλευτα έδινε και τη συμμετοχή της σε διάφορα πολιτιστικά δρώμενα ή και εκδηλώσεις όπου συμφύρεται η κοινωνική προσφορά μαζί με εκτελεστές καψουροτράγουδων στο όνομα της λεβεντομάνας Ηπείρου.
Καψαλιστήκαμε για τα καλά κυρίες και κύριοι.
Σκρούμπος γίναμε.
Θλίψη μας πιάνει, όταν στα υποτιθέμενα ηπειρώτικα πανηγύρια, και εδώ στην πρωτεύουσα, όταν βλέπεις μια ορχήστρα με ντραμς, ηλεκτρική κιθάρα και αρμόνιο να καθορίζουν δήθεν τα ηπειρώτικα ακούσματα και να μεταλαμπαδεύουν τάχα την ηπειρώτικη παράδοση στην Αττική.
Πώς και με τι θα στήσεις το χοροστάσι και πού θα βρεις το “ηπειρώτικο λιακωτό”; (Με το αρμόνιο;)
Πού θα βρεις τα δασωμένα ζάβατα και πώς και γιατί σαν πέσει το σκοτάδι θα σε χαιρετήσουν τ’ αστέρια με την έκφραση της περήφανης φτώχειας και του γενναίου, πλην όμως αποφασιστικού ηπειρώτικου ανασασμού; (Θα λακίσουν από τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας).
Πώς θα ευωδιάζεται η ατμόσφαιρα από τη λουλουδιασμένη ιτιά, όπως την «περιγράφει» το κλαρίνο; ( Αποκόβεται από τον τόπο της. Αιτία το ντραμς).
Γιατί πρέπει να το καταλάβουμε…
Μοιροκαμένοι οι Ηπειρώτες, πάντα μοιρολογούν, σε κάθε συναπάντημά τους.
▪Την ξενιτιά.
▪Τους αποθανόντας συγγενείς και φίλους.
Πάντα
Συνοδεύουν το παράπονο των νεκρών:
«Καλά τό χουνε τα βουνά, καλόμοιρ’ ειν’ οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια».
Και για να λέμε και αλήθειες
Πάντα το ηπειρώτικο πανηγύρι ξεκινά με το μοιρολόγι. Σ’ αυτό συμφύρονται η ζωή και o θάνατος, το πένθος και η χαρά.
(Μέσα από την ηχητική μυσταγωγία της δωρικής πεντατονικής αρμονίας γιατί, κύριοι των πολιτιστικών Συλλόγων μάς υποχρεώνεται να μοιρολογήσουμε την ΠΑΡΑΔΟΣΗ).
Εμείς, ξέρουμε:
(Στα πρωτοφανέρωτα μνημούρια(!!!), «ανάβουμε τη λαμπάδα μας»)
Μνημόσυνο αληθινό που μετατρέπεται σε ερωτική πράξη, τελετουργία, θρησκευτική επαφή▪ επίπονη κι ασταμάτητη προσπάθεια ανίχνευσης κι αποκάλυψης, μνήμης και προφητείας.
Και γι’ αυτό μπορεί να παρατηρήσει κάποιος ότι σ’ αυτές τις “μνημονικές τελετές”, στα πανηγύρια..
παίζει το κλαρίνο «αργά», ύστερα «πιο αργά» και στο τέλος «ακίνητα».
Και ο χορός δίχως φιγούρες εγωλατρίας, αληθινή εκδήλωση ενδιάθετης βούλησης.
Και «βαράει» για τα καλά το συναίσθημα, που εκδηλώνεται με το κλάμα. Κλάμα να δουν τα μάτια σας.
Κλάμα στα πανηγύρια, μόνο οι ηπειρώτες το συνηθίζουν… Είναι, όμως, τόσο εκφραστικό, τόσο λυτρωτικό! Τόσο όμορφο!
Εδώ, όμως, τι να κλάψουμε;
Την κατάντια του ηπειρώτικου πανηγυριού;
Χρίστος Τούμπουρος