Skip to content
Menu

“Θρήνος” στα Τζουμέρκα για το γεφύρι της Πλάκας.

Από το πρωί της Κυριακής το ιστορικό Γεφύρι της Πλάκας, το αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα της Ηπείρου και των Τζουμέρκων έπαψε να υπάρχει.

 

Δεν άντεξε και κατέρρευσε λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων που πλήττουν τα Τζουμέρκα. Ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και το τρίτο  ωραιότερο στην Ευρώπη. Η είδηση έχει συγκλονίσει όλους τους Ηπειρώτες για τους οποίους αποτελεί την “Ακρόπολη”, το ιστορικό σύμβολο των Τζουμέρκων.

Χτίστηκε από Τζουμερικιώτες μαστόρους της πέτρας το 1866. Εκεί λειτουργούσε το τελωνείο της Ελεύθερης Ελλάδας με τη σκλαβωμένη Ήπειρο και εκεί έγινε, στις 29 Φεβρουαρίου 1944, η συμφωνία της Πλάκας-Μυρόφυλλου ανάμεσα στον ΕΔΕΣ, τον ΕΛΑΣ την ΕΚΚΑ και των εκπροσώπων του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής και της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης, του Αμερικανού ταγματάρχη Ουάινς και του Βρετανού συνταγματάρχη Γουντχάους.

 Διαβάζουμε σχετικά για την ιστορία του σε απόσπασμα από το βιβλίο του Δημητρίου Ι. Παπαδημητρίου “Οι Ραφταναίοι”):

“Η Γέφυρα της Πλάκας η οποία βρίσκεται στα Τζουμέρκα, είχε συνολικό μήκος 61μ. και ύψος 19.70μ. Η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη είχε άνοιγμα 39μ Την είχε σχεδίασε και έχτισε ο μαστρο-Μπέκας στις αρχές του Ιουλίου του 1866.

Εντατικά εργάστηκε το πολυπληθές συνεργείο και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έλαβαν τέλος οι εργασίες. Στο έργο του Λαμπρίδη “Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων” του 1880 αναφέρεται ως κύριος χρηματοδότης ο Ιωάννης Ζ. Λούλης “εκ του χωρ. Κοτόρτσι της περιοχής Κατσανοχωρίων” με 38.000 γρόσια (σελ. 71).

Αργότερα, ο Μελισσουργιώτης εκπαιδευτικός Νικόλαος Παπακώστας στο βιβλίο του “Ηπειρωτικά – Α Τόμος – Αθαμανικα” (σελ. 431) αναγράφει ότι η όλη δαπάνη του έργου ανήλθε σε 187.000 γρόσια, τα οποία διέθεσαν η Κοινότης Μελισσουργών (96,000γρ.) η Κοινότητα Πραμάντων (32.000 γρ.) και οι άλλες Κοινότητες (Άγναντα κ,λ.π.) 48.900 γρ. και ο φιλάνθρωπος I. Λούλης (κύριος χρηματοδότης) έδωσε 2.000 γρόσια ακόμη για την περάτωση του έργου. Αναγράφει ακόμη ότι οι κάτοικοι των γειτονικών προς την γέφυρα χωριών, μεταξύ των οποίων και οι Ραφτανίτες διέθεσαν την προσωπικήν τους εργασία, η δε Κοινότητα Αγνάντων προσέφερε ακόμη και την απαραίτητη για την κατασκευή του έργου ξυλεία (δοκοί και σανίδες).

 Πρέπει να σημειωθεί ότι η γέφυρα λειτούργησε ευεργετικά για τους Τζουμερκιώτες από το χρόνο της κατασκευής της μέχρι το 1881 (15 χρόνια συνολικά), που τα περισσότερα χωριά της περιοχής απέκτησαν τη Λευτεριά τους, ύστερα από την προσάρτησή τους στο Ελληνικό Κράτος, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου.

Από τη στιγμή, που τα σύνορα της Ελλάδας ορίστηκαν στον ποταμό Άραχθο, η επικοινωνία στις μεθοριακές περιοχές και η χρησιμοποίηση της γέφυρας έγινε προβληματική και σχεδόν αδύνατη. Οι Τούρκοι έκλεισαν ερμητικά τα σύνορα και η μέσω της γέφυρας διακίνηση ανθρώπων, ζώων και η μεταφορά τροφίμων και υλικών ουσιαστικά σταμάτησε. Οι κάτοικοι για λίγα χρόνια χάρηκαν το όμορφο γεφύρι τους.Τους εκδικήθηκαν οι τύραννοι, γιατί ήταν πια ελεύθεροι οι Τζουμερκιώτες.Ο αποκλεισμός αυτός και η οικονομική δυσκολία των ορεινών χωριών, εκφράστηκε με Δημοτικό τραγούδι (Ν. Παπακώστας), ως εξής: 

 Ανάθεμά σε ‘Πιτροπή και συ βρε Κουμουνδούρε, 

με το κακό που κάματε στην Άρτα, στα Τζουμέρκα, 
το σύνορο που βάλατε στης Άρτας το ποτάμι, 
Κλείστηκ’ η Άρτα κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουμέρκο. 
Θα στηρηθή και το ψωμί . που νάβρει να δουλέψη; 
Ο κάμπος έμ’νε στην Τουρκιά και τα καλά λιβάδια, 
Το βιό όλο και χάνεται, σ’ αγρίδια βοσκοτόπια

Στα χρόνια αυτά, που ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο (1881-1912), στην Πλάκα λειτούργησε τελωνειακός σταθμός (αντίστοιχος Τούρκικος στο Βροδό ) και στεγάστηκε μόνιμη στρατιωτική φρουρά στο Στρατώνα της”. 

πηγή: http://aetostz.blogspot.gr/