Ανάβαση από τα Θεοδώριανα στο “Πορτί”
Κείμενο: Δημήτρης Στεργιούλης
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Βεντίστας και Δημήτρης Στεργιούλης
φωτό: 1 |
Αρκετές φορές είχαμε ακούσει από κτηνοτρόφους για κάποια τοποθεσία «Πορτί», ένα πολύ στενό πέρασμα στην κορυφογραμμή των Τζουμέρκων. Το μοναδικό που ένωνε παλιά με ένα μονοπάτι τα Θεοδώριανα με την Κυψέλη και τη Ράμια. Ένας θρύλος γύρω από αυτό μιλούσε για μια δύσκολη «σκάλα» που μετά βίας περνούσε παλιότερα φορτωμένο ζώο, για πέρασμα ανταρτών και κλεφτών, για κρυμμένους θησαυρούς…
Με αφορμή την αγάπη μας για τα βουνά και την περιπέτεια, βρεθήκαμε χαράματα 20 Αυγούστου μια μικρή παρέα στα κανάλια στην Κάτω Κωστηλάτα. Στόχος μας το «Πορτί». Στην ομάδα μας και δυο δεκαεξάχρονοι, ο Πύρρος με το Δημήτρη, λάτρεις του βουνού, δοκιμασμένοι στα πολύ δύσκολα του «Κριάκουρα», πιστοί σύντροφοι σε τέτοιες εξορμήσεις. Οι πληροφορίες που είχαμε μιλούσαν για μια τρίωρη διαδρομή, μέσα από τα λιβάδια μικρή και μεγάλη «Νένα» και από κει στη «Ροΐστρα”, απότομος βράχος που ρέει νερό, μετά ακολουθώντας στα «ριζά» την κορυφογραμμή και βλέποντας.
Τα αρχικά μας σχέδια άλλαξαν με την παρέμβαση του Γιάννη Χάιδου, που μας πρότεινε μια άλλη πιο σύντομη ανάβαση από το ρέμα του Βρυζοκάλαμου. Έτσι για πολύ λίγο βρεθήκαμε στην καρότσα του αγροτικού του και ξεκινήσαμε την ανάβαση από το σημείο που παλιότερα αποτέλεσε αιτία «εμφύλιας» σύρραξης ανάμεσα σε μας και τους Αθαμανιώτες με αφορμή την πηγή του Βρυζοκάλαμου. Οι οδηγίες του Γιάννη ήταν σαφείς. Ανεβαίνουμε αριστερά την κοίτη του ρέματος για αρκετή ώρα, ώσπου να συναντήσουμε ψηλά τα πρώτα Βουργαρελιώτικα λιβάδια. Εκεί στις πρώτες καλύβες που θα συναντήσουμε θα ρωτήσουμε.
Ήδη λίγο μετά το ξεκίνημά μας αναγκαστήκαμε να κάνουμε την πρώτη ολιγόλεπτη στάση. Οι φωτογραφικές μηχανές σε δράση μιας και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεπήδησαν από τα βάθη των βουνών της Θεσσαλίας, περιγράφοντας με αδρές, απέριττες, μουντές ακόμα γραμμές, τις κορυφές (φωτό: 1).
Την αρχική πορεία ανάμεσα σε βράχια, σε λίγο διαδέχτηκαν όμορφες κορυφές και λιβάδια. Από κορυφή σε κορυφή ανεβαίναμε όλο και ψηλότερα, ώσπου απέναντι στην κόψη κάποιων βράχων είδαμε να διαγράφεται η πρώτη ανθρώπινη φιγούρα. Για να συνεννοηθούμε με τον κτηνοτρόφο αναγκαστήκαμε να ουρλιάξουμε, αφού ο αέρας φύσαγε κόντρα στις φωνές μας. Καταφέραμε με τα κιάλια να δούμε προς τα πού μας έδειξε με το χέρι του να πάμε.
Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε και φτάσαμε σε ένα τεράστιο πανέμορφο ορεινό οροπέδιο, στα Βουργαρελιώτικα βοσκοτόπια, με διάσπαρτα μαντριά, ποτίστρες και στάνες. Η συνάντησή μας με το δεύτερο κτηνοτρόφο ολίγον επεισοδιακή. Λιγομίλητος, καχύποπτος, με το ζόρι βγάλαμε την πληροφορία που θέλαμε. Σε αντίθεση οι τρεις μεγαλόσωμοι ελληνικοί ποιμενικοί του, παρά τη φασαρία και τα γαβγίσματα δέχτηκαν ακόμα και τα χάδια μας (φωτό 2).
Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε ανάμεσα σε κοπάδια, καταπράσινα λιβάδια, σε πηγές και ποτίστρες ζώων και σε σκυλιά που μας ακολουθούσαν ελέγχοντας διακριτικά τις κινήσεις μας. Λίγο πριν το διάσελο που έκρυβε το πέρασμα που ψάχναμε, συναντήσαμε τον τελευταίο κτηνοτρόφο. Καταδεκτικός και με όρεξη για κουβέντα, γαμπρός Θεοδωριανίτης (φωτό: 3). Το «Πορτί» υπόθεση λίγων λεπτών πλέον από κει. Μόνο που μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Αντί για το «Πορτί» του θρύλου συναντήσαμε μια πρόχειρη φράχτη σε αγροτικό δρόμο, που έπεφτε πίσω προς τη μεριά της Ράμιας. Ο «πολιτισμός» της μπουλντόζας είχε φτάσει και εκεί καταρρίπτοντας οποιοδήποτε μύθο (φωτό 4).
Γέρνοντας πίσω η θέα μαγευτική. Ένα μεγάλο κοπάδι γελάδια και ένας γιγαντόσωμος σκύλος ήρθε τρέχοντας να μας υποδεχτεί, πατώντας στα τρία πόδια. Στο τέταρτο είχε μια ανοιχτή πληγή ίσως παράσημο από κάποια «λυκομαχία». Φιλικότατος μαζί μας , κατάλαβε γρήγορα ότι το κοπάδι του δεν κινδύνευε από μας. Σε λίγο βρεθήκαμε αγκαλιά να κυλιόμαστε και να παίζουμε στο λιβάδι (φωτό 5).
Ο Άραχθος, η Κυψέλη, η Ράμια, η γέφυρα Τζαρή, η λίμνη στο Πουρνάρι, το Ξεροβούνι με τα χωριά του Αράχθου απέναντι, όλα στα πόδια μας. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχώριζε επιβλητική η πόλη της Άρτας (φωτό: 6). Αφήσαμε για λίγο τον Πύρρο να λαγοκοιμηθεί στη ρίζα ενός βράχου, μπας και βγάλει λίγα απ’ τα ξενύχτια του καλοκαιριού και ακολουθήσαμε αριστερά τη χαράδρα μήπως και ανακαλύψουμε μονοπάτι που να οδηγεί στην Κυψέλη. Αδύνατον όπως το είδαμε. Η απότομη χαράδρα και ο γκρεμός δεν αστειεύονταν. Η σκέψη να κατεβούμε στη Ράμια γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Δεν βρέθηκε κάποιος πρόθυμος που θα έκανε το γύρο των Τζουμέρκων να έρθει να μας πάρει από κει με αυτοκίνητο.Πίσω λοιπόν.
Αυτή τη φορά διαλέξαμε να κατεβούμε αριστερά περνώντας από τις «καλογερότρυπες» (φωτό 7 ), τρεις τεράστιες σπηλιές στη ρίζα ενός τεράστιου βράχου και από κει χαμηλότερα πρώτα απ’ τη μεγάλη και μετά τη μικρή «Νένα». Πανέμορφο λιβάδι που πήρε το όνομά του από τις «νένες», ένα σπάνιο είδος άγριου σπανακιού, που φύεται στα μεγάλα υψόμετρα την άνοιξη όταν λιώσουν τα χιόνια. Κόντευε πλέον μεσημέρι όταν κατηφορίζοντας φτάσαμε στην «Κάτω Κωστηλάτα» εκεί που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο.
Για να μην μείνει και η απορία στον κτηνοτρόφο που συναντήσαμε ανεβαίνοντας, όταν αναρωτήθηκε καχύποπτα τι άνθρωποι είμαστε εμείς, θεωρώντας μας μάλλον επίδοξους κυνηγούς θησαυρών, του λέμε ότι ναι βρήκαμε το θησαυρό. Είναι αποτυπωμένος στις φωτογραφικές μας μηχανές. Και για όσους από την παρέα έμειναν πίσω εξουθενωμένοι από τις κραιπάλες του πανηγυριού τους λέμε απλά ότι …έχασαν.
φωτό: 2 | φωτό: 3 | φωτό: 4 | φωτό: 5 | φωτό: 6 | φωτό: 7 |
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΙΝΤΕΟ