Skip to content
Menu

Αλλά εγώ είμαι …πλατεία!

 

Η πλατεία θυμάται και … θυμώνει

 Χρονογράφημα:Του Ρήγα Σκουτέλα
 
pla plateia1 plateia3 plateia 2  
 Φωτογραφίες: αρχείο Δημήτρη Στεργιούλη
 
   Είμαι μια όμορφη πλατεία σ’ ένα χωριό «λίαν ορεινόν και δυσχείμερον», τα Θεοδώριανα. Δεν έχω ξεχωριστό όνομα σαν τις πλατείες της πόλης, είμαι απλά η πλατεία του χωριού, γιατί κάθε χωριό έχει την πλατεία του και δε νοείται χωριό χωρίς πλατεία. Μια πλατεία με το σχολειό, την εκκλησιά και τα μαγαζιά ολόγυρα και με το σήμα κατατεθέν κάθε πλατείας, τον πλάτανο στη μέση. Είμαι σ’ ένα ξάγναντο, εννιακόσια μέτρα ψηλά κι από δω ξεκινάνε οι δρόμοι για τις γειτονιές σαν τις αρτηρίες της καρδιάς.
 
 Γύρω μου απλώνεται το χωριό, τετρακόσια τόσα σπίτια και πιο κει, ολόγυρα, υψώνονται με μεγαλοπρέπεια οι βραχώδεις ακρώρειες των Τζουμέρκων κι από δω, κατά τα δυτικά, βλέπω την ψηλότερη κορφή, την Πυραμίδα, στα 2393 μέτρα και λίγο χαμηλότερα την τραγουδισμένη Κωστηλάτα, που σε κάθε πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου την κλείνω στην καρδιά μου σαν οι χορευτές σέρνουν πάνω μου ρυθμικά το καγκελάρι «Ψηλά στην Κωστηλάτα». 
 
   Η ιστορία μου είναι τόσο παλιά όσο και το χωριό. Πόσο χρονών είμαι; Σάμπως ξέρω κι εγώ; Είναι τόσα πολλά, πού να τα μετρήσω! Είναι, βλέπεις, κι αυτός ο παμφάγος χρόνος που όλα τα καταλύει, ακόμα και τη θύμηση. Λένε πως εδώ, στα μέρη μας, ζούσε πολύ παλιά η φυλή των Αθαμάνων και στη θέση Σελιό, λίγο πιο βόρεια, ήταν η πόλη Θεοδωρία που την κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι μέσα σε μια νύχτα το 167 προ Χριστού μαζί μ’ άλλες εξηνταεννιά πόλεις κι οι κάτοικοί της σκορπίστηκαν δω-κει. Και μόλις κατά το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα μαζεύτηκαν στο χώρο που είναι σήμερα το χωριό κι άφησαν, σαν πύκνωσαν τα σπίτια, μια απλωσιά γης, έναν χώρο για κοινή χρήση, για ψυχαγωγία και συναπάντημα των χωριανών.
 
  Ε, από τότε αρχίζω να υπάρχω. Κι ήμουν τότε μικρή, στα σπάργανα, μια αλάνα, άσχημη κι ασουλούπωτη κι όσο μεγάλωνα όλο και κάτι έφτιαχναν για να με συμμορφώσουν, θηλυκό γαρ είμαι. Έφτιαξαν τοίχους για να με στηρίξουν, σχολειό κι εκκλησιά και μαγαζιά και φύτεψαν κι έναν πλάτανο στα 1775, καταμεσής, στον αφαλό μου. Ήταν ακόμα Τουρκιά στα μέρη μας κι ένας Τσιρογιάννης, φτωχολογιά σκέτη, δεν είχε να πληρώσει τους φόρους και για να ξεχρεωθεί του είπαν να φυτέψει ένα δέντρο πάνω μου και να το φροντίζει. Και φύτεψε  τον πλάτανο, που ρίζωσε μέσα μου και μεγάλωσε και φούντωσε και μου κρατάει σκιά τα καλοκαίρια και μ’ αποκοιμίζει τις νύχτες με το θρόισμα των φύλλων του. Αλλά, γέρασε κι αυτός, κοντεύει να φτάσει τα διακόσια πενήντα χρόνια και κάποια κλωνάρια του κουφάλιασαν, δεν άντεξαν. Σ’ έναν ανεμοστρόβιλο το 1997 έσπασαν κι ήρθαν ειδικοί και τον «κούρεψαν» κι ακούστηκαν φωνές διαμαρτυρίας ότι δεν έγινε καλά το κλάδεμα, μα ο πλάτανος ξανάδωσε, έβγαλε καινούρια κλωνάρια, ξαναφούντωσε και ξαναβρήκε το μεγαλείο του κι εγώ τη σκιά του και το νανούρισμά του.
 
 Και σε δυο χρόνια  μετά, το 1775, έχτισαν στην ανατολική πλευρά μου την εκκλησιά τ’ άι-Γιώργη, πολιούχου του χωριού, ένα χαμηλό και ταπεινό κτίσμα με το Κοιμητήριο μπροστά του, που τις άγριες νύχτες του χειμώνα με τρόμαζε η τραγική σιωπή των νεκρών, ώσπου μεταφέρθηκε στα 1910-1912 εκεί που είναι σήμερα. Και κάπου, έναν αιώνα κατόπι, το 1864, μάζεψαν οι χωριανοί 6.500 γρόσια κι έχτισαν μπροστά στην εκκλησιά το σχολειό, ένα σύγχρονο για την εποχή του κτήριο, που η διαμόρφωσή του ολοκληρώθηκε το 1924.
 
 Αλλά οι φιλόθρησκοι κάτοικοι ήθελαν μεγαλύτερη εκκλησιά κι έχτισαν το 1881 καινούρια στο χώρο της παλιάς. Θυμάμαι σαν τώρα, ήταν ένα φθινοπωριάτικο πρωινό του 1880 κι άκουσα φωνές κι οχλοβοή μεγάλη κι είδα τους χωριανούς να ‘ρχονται με λοστάρια, κασμάδες και φτυάρια για να γκρεμίσουν την εκκλησιά. Τρόμαξα. Ρώτησα και μου ‘παν πως θα χτίσουν καινούρια, πιο λαμπρή και πιο μεγάλη. Ησύχασα.
 
 Είχε έρθει κάποιος Μπέκας, πραμαντιώτης πρωτομάστορας με πολλούς κτιστάδες για να χτίσουν την εκκλησιά με τριάντα χιλιάδες γρόσια, που μάζεψαν οι χωριανοί μεταξύ τους απ’ το υστέρημά τους, γιατί, όπως έλεγαν, ήταν εκείνη τη χρονιά φτώχια και ακρίβεια μεγάλη, το καλαμπόκι είχε δέκα παράδες η οκά, το τυρί εφτά γρόσια κι η προβατίνα εκατόν δέκα γρόσια.  Κι έγινε η εκκλησιά με πέτρα και λάσπη, με θαυμάσια αρχιτεκτονική, ευρύχωρη και με άπλετο φως, με στρογγυλές κολώνες και καμάρες κι έναστρους θόλους κι εγώ ακόμα την καμαρώνω. Οι εξωτερικές καμάρες στο χαγιάτι έγιναν το 1893 και το καμπαναριό το 1924 με δαπάνες χωριανών στην Αμερική. Τελευταία άκουσα πως θέλουν να καλύψουν τους θόλους με αγιογράφηση σαν όλες σχεδόν τις εκκλησιές και λυπήθηκα, γιατί είναι κρίμα να χαλάσουν αυτή την παραδοσιακή μοναδικότητα των έναστρων θόλων που σε βυθίζουν στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, στο αέναο της κτίσης του Θεού. 
 
   Κι όλο και κάτι έκαναν από τότε για να με σουλουπώσουν. Ύψωσαν το πέτρινο γυροβόλι το 1936 κι αργότερα έβαλαν αποπάνω και κάγκελα,, ανακαίνισαν και τον τοίχο προς τα μαγαζιά το 1937, έκαναν και το Ηρώο για τους τιμημένους νεκρούς των πολέμων, «η Κοινότης ευγνωμονούσα τα τέκνα της», λιτό, πέτρινο, που έπαθε όμως ζημιές απ’ το σεισμό του 1967 και το 1971 ανήγειραν άλλο στη θέση του από μάρμαρο, κόντρα στην αισθητική του χώρου κι εγώ δεν είχα μιλιά για να διαμαρτυρηθώ. Έφτιαξαν και  μοντέρνο κοινοτικό οίκημα στην ανατολική μου άκρια, και πέτρινη βρύση στη βορινή με κρύο νερό απ’ το βουνό κι έντυσαν και το κορμί μου με πλάκες, το θωράκισαν. Κι όλα τούτα, εγώ και το σχολειό κι η εκκλησιά και τα μαγαζιά κι ο πλάτανος και το Ηρώο κι η βρύση είμαστε το κέντρο κι η βιτρίνα του χωριού, είμαστε η ιστορία κι η ανάσα του και δίνουμε ζωή σ’ αυτό και παίρνουμε ζωή απ’ αυτό. 
 
   Όλα αυτά τα χρόνια της ύπαρξής μου είδα κι άκουσα πολλά. Θολά φτάνουν στη θύμησή μου μέσα απ’ την αχλή του χρόνου τα γεγονότα. Εδώ περπάτησαν πολλές γενιές  χωριανών, εδώ συναπαντήθηκαν και κουβέντιασαν, γλέντησαν, τραγούδησαν και χόρεψαν, μίσησαν, πόνεσαν και καυγάδισαν, φίλιωσαν κι ερωτεύτηκαν.
 
 Από δω διάβηκαν κι άλλοι, ξένοι κι απ’ άλλες φυλές κι είναι σα ν’ ακούω σε όνειρο τις οπλές και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, τις βλαστήμιες, τις φοβέρες και τα παρακάλια τους κι ένιωσα στο πετσί μου την ανθρώπινη αλαζονεία, το μίσος και τη βία, αλλά και την αγάπη και τη φιλία. Άνθρωποι αγαθοί και φρόνιμοι, βίαιοι και τιποτένιοι, φίλοι κι εχθροί, χριστιανοί κι αλλόθρησκοι, άγιοι κι αμαρτωλοί. Εδώ πάνω μου συνέρχονταν οι δημογέροντες για ν’ αποφασίσουν για το χωριό, εδώ συναθροίζονταν κι όλοι οι χωριανοί για σοβαρά θέματα, εδώ ξεχείλιζε κι η οργή των ραγιάδων κι εξυφαίνονταν το νήμα του ξεσηκωμού. Ένιωσα  την αλαζονεία των αγάδων που ξεπέζευαν πάνω μου, αλλά και την αισχύνη της εμφύλιας φαγωμάρας, που ο αδελφός μίσησε τον αδελφό κι εδώ πάνω μου λογομάχησαν, βρίστηκαν, αρπάχτηκαν και «φωτιά και τσεκούρι στον κατακτητή», αλλά «φωτιά και τσεκούρι» στον έλληνα, στο φίλο, στον αδελφό.
 
 Χαιρόμουν και πόναγα μαζί με τους χωριανούς, γιατί εδώ χτυπάει η καρδιά του χωριού. Και  γεύτηκα μαζί τους τη χαρά για σημαντικά γεγονότα, όπως εκείνη την ξεχωριστή μέρα της 24 Ιουνίου του 1881 που απελευθερωθήκαμε απ’ τους Τούρκους  κι οι χωριανοί είχαν μαζευτεί πάνω μου και χαιρετιούνταν με το ¨Χριστός Ανέστη» κι ας ήταν καλοκαίρι!
 
 Και σαν εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του 1883 που το χωριό εξαγόρασε την Κωστηλάτα απ’ τον τσιφλικά Καραπάνο. Μαζεύτηκαν πάλι όλοι οι χωριανοί πάνω μου, βάραγαν οι καμπάνες χαρμόσυνα, άναψε και το ντουφεκίδι και χαρές και γέλια κι αγκαλιάσματα και ζητωκραυγές κι ύστερα πιάστηκαν χέρι-χέρι και χόρεψαν για πρώτη φορά το «Ψηλά στην Κωστηλάτα».
 
 Σαν ακόμα κι εκείνο το σούρουπο της 14 Αυγούστου του 1937,  στα εγκαίνια του υδροηλεκτρικού εργοστάσιου, μοναδικού στο νομό Άρτας, που είχαν μαζευτεί πάλι οι χωριανοί εδώ και περίμεναν με αγωνία ν’ ανάψει το φως. Κι έλεγαν πολλά, ότι οι κολώνες είναι στραβές ή ότι το νερό είναι κρύο και δε θ’ ανάψουν τα φώτα κι άλλοι ότι είναι πολύ δύσκολο να τρέχει κάποιος από κολώνα σε κολώνα για ν’ ανάψει τους γλόμπους! Κι όταν μεμιάς πλημμυρίσαμε με φως κι εγώ και τα μαγαζιά, πάλι ζητωκραυγές κι αγκαλιάσματα, τι μαγική βραδιά!
 
  Όλα γύρω μου και κάτι μου θυμίζουν. Να, εκεί στα σκαλοπάτια της εκκλησιάς στάθηκε το 1777 ο Πατροκοσμάς, κοντός, λιπόσαρκος  κι ευλόγησε τα βουνά ολόγυρα, που «θα σώσουν πολύ κόσμο» και νιώθω ακόμα πάνω μου την ιερότητα των πελμάτων του. Κι εκεί, ανεβασμένοι στο κουλούρι του πλάτανου, μίλησαν πολλοί, κοινοτάρχες, πολιτικοί, καπεταναίοι κι άκουσα αλήθειες και πολλά ψέματα, σοφίες κι ανοησίες, και τη μια γινόμουν σοφή και την άλλη αποχάζευα και θλιβόμουν για την ανθρώπινη υποκρισία. Κι άλλοτε γελούσα μέσα μου  για όσα κωμικοτραγικά άκουγα, σαν κάποιον Παπασταμάτη, υποψήφιο κοινοτάρχη, που για να πείσει τους χωριανούς να τον ψηφίσουν, είχε το επιχείρημά του:  «Εγώ ξέρω πλειότερα απ’ τους άλλους, γιατί πήγα και μέχρι τη Μεγάρχη. Γι αυτό πρέπει να με ψηφίσετε»!
 
 Να, κι εκεί, κοντά στο Ηρώο ήταν δυο λεύκες που έδεναν οι χωροφύλακες τους ζωοκλέφτες κι οι αγροφύλακες τα μανάρια που έπιαναν σε ξένα σπαρτά κι εδώ κοντά στο γυροβόλι, άπλωναν τα καλαμπόκια για να λιαστούν πάνω σε χεράμια και κουρελούδες κι ύστερα, σαν ο ήλιος χαμήλωνε στο βουνό της Κωστηλάτας, τα «λίχνιζαν» μ’ ένα ευχάριστο σούρσιμο σα να κυλάνε χαλίκια σε χοάνη. Κι εκεί στ’ ανατολικά κλωνάρια του πλάτανου ήταν κρεμασμένες οι καμπάνες για λίγο πριν γίνει το καμπαναριό  κι ήταν ο ήχος τους σα να ‘ρχονταν απ’ τον ουρανό. Κι εκεί στη βάση του καμπαναριού ήταν η πόρτα για τον γυναικονίτη της εκκλησιάς που την έφραξαν μετά κι εκεί μπροστά άπλωναν οι μικροπωλητές στα πανηγύρια τα ζαχαρωτά τους, καραμέλες δίχρωμες και παστέλια και μαντολάτα και γλυφιντζούρια- κοκόρια.
 
 Κι ακόμα, εκεί πίσω απ’ το γυροβόλι διάβαιναν οι γυναίκες στα κλεφτά, σπάνια έβλεπα θηλυκό, μονάχα στα πανηγύρια και στους γάμους, εγώ και τα μαγαζιά είμασταν προνόμιο των αντρών, είχα μπουχτίσει από αντρομανιό, η κοινωνία έδειχνε τα δόντια της, λες κι οι γυναίκες ήταν πλάσματα ενός κατώτερου Θεού!
 
   Ύστερα ήρθε τ’ αυτοκίνητο. Ήταν ένα φθινοπωρινό απομεσήμερο του 1949 που τρία μεγάλα μηχανήματα κύλησαν με μαλακές πατούσες, έβγαλαν μια στριγκλιά και δυο-τρείς τούφες καπνού απ’ τα οπίσθιά τους κι έκατσαν πάνω μου. Ήταν αυτοκίνητα, μου είπαν, τρία στρατιωτικά αυτοκίνητα με ρούχα και τρόφιμα της ούνρα για τους χωριανούς. Χάρηκαν οι χωριανοί, χάρηκα κι εγώ που ο πολιτισμός έφτασε ως εδώ.  Ύστερα, μέσα-μέσα έρχονταν ένα σαραβαλάκι, λεωφορείο το έλεγαν, έβγαζε κόσμο και ζώα κι έπαιρνε κόσμο και ζώα για την Άρτα. Κι άρχισαν να ‘ρχονται κι άλλα μικρά αυτοκίνητα, που με το χρόνο πύκνωσαν, πολλαπλασιάστηκαν κι εδώ και κάμποσα χρόνια την αράζουν πάνω μου σαν ένα κοπάδι πρόβατα που σταλίζουν στη σκιά του πλάτανου.
 
 Κι από τότε άρχισα να θυμώνω. Γιατί εγώ δεν έγινα για πάρκινγκ, άλλος είναι ο προορισμός μου. Εγώ είμαι πλατεία, είμαι χώρος κοινόχρηστος όπου πας τις μπορεί να σουλατσάρει ανενόχλητος και πας παις να παίζει ελεύθερα. Και θέλω να ‘χω την κανονική μου όψη σαν όλες τις πλατείες των χωριών και να μη με λοιδορούν για την κατάντια μου κι οι ξένοι που ‘ρχονται εδώ.
 
 Δε με νοιάζει για τους μήνες που ερημώνει το χωριό, δεν υπάρχουν άνθρωποι για να εκπληρώσω το σκοπό μου, για τα καλοκαίρια με νοιάζει που ζωντανεύει το χωριό κι έρχονται και τα παιδιά, η ελπίδα του κόσμου, να χαρούν τις διακοπές τους και το παιγνίδι τους σε μια ελεύθερη πλατεία και να μη στριμώχνονται ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα και να κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή απ’ τα μαρσαρίσματα και τις μανούβρες τους.
 
 Δεν τα βάζω με τ’ αυτοκίνητα, αυτά τα κουμαντάρεις όπως θέλεις, με τ’ αφεντικά τους τα ‘χω, που τα βολεύει το παρκάρισμα εδώ, δυο δρασκελιές είναι το καφενείο και τα επιτηρούν κιόλας από κει και τα καμαρώνουν.
 
 Ω, τι υπέροχος είναι ο πολιτισμός που έφερε την άνεση! Εγώ δεν έχω ποδάρια και δεν περπάτησα ποτέ μου για να ξέρω πόσο κουραστικό είναι, αλλά έχω ακούσει πως  κάνει καλό και στην υγεία και θα μπορούσαν να παρκάρουν τ’ αυτοκίνητά τους κατά μήκος του δρόμου προς τον άι-Νικόλα ή, τις μέρες της μεγάλης κίνησης, στο ενοικιαζόμενο οικόπεδο, εκατό μέτρα από εμένα.
 
 Αλλά η βόλεψή τους και το συμφέρον τους είναι πάνω απ’ τα δικαιώματα των πολλών, είναι πάνω απ’ τα δικαιώματα των παιδιών και πάνω απ’ το νόμο, γιατί υπάρχει κάποιος κύριος κοκ που απαγορεύει το παρκάρισμα στις πλατείες.
 
 Έσπασαν και την αλυσίδα με το λουκέτο στην είσοδό μου κι ήρθε κι η αστυνομία, σα να μη μπορούμε να τα βρούμε μεταξύ μας, γιατί δε σεβόμαστε ο ένας τον άλλο. Και μοίρασαν και τα δικαιώματα πάνω μου κι έδωσαν περισσότερα σ’ αυτούς που μένουν περισσότερο στο χωριό σα να ‘χουν αποκτήσει χρησικτησία!
 
 Αλλά, εγώ είμαι πλατεία, είμαι κοινόχρηστος χώρος που δεν περνάει χρησικτησία κι ανήκω το ίδιο σε όλους, ντόπιους και ξένους και αλλοδαπούς, χριστιανούς κι αλλόθρησκους. Τελευταία άκουσα πως ο Δήμος αποφάσισε, τον περασμένο Σεπτέμβρη, ότι μπορούν να παρκάρουν πάνω μου μέχρι το τέλος του χρόνου όλα τα αυτοκίνητα και δεν κατάλαβα γιατί. Για να διευκολυνθεί ο εργολάβος που ανέλαβε την εκχωμάτωση της εκκλησιάς, που έτσι κι αλλιώς έχει το δικαίωμα να κινεί ελεύθερα τα οχήματά του στο χώρο του έργου και μια άδεια πλατεία θα τον διευκόλυνε καλύτερα;
Ή για να νομιμοποιήσει την πολυσυζητημένη παραβατικότητα του παρκαρίσματος;