Αφιέρωμα
Παναγιώτης Λάκκας: ο φωτογράφος του χωριού μας.
Οδοιπορικό στη ζωή του, στον αντιστασιακό του αγώνα, στην αγάπη του για τη φωτογραφία.
Γράφει ο Δημήτρης Στεργιούλης
Από παιδιά τον θυμόμαστε να τριγυρνά στο χωριό πάντα με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό του. Παρών σε όλα τα γεγονότα, που σημάδεψαν το χωριό μας. Πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια, κηδείες , σεισμούς, καταστροφές. Όλη η νεώτερη ιστορία των Θεοδωριάνων έχει περάσει μπροστά από το φακό της.
Tο φωτογραφικό του αρχείο, ένας πλούτος και μια τεράστια ιστορική παρακαταθήκη. Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά, αλλά και ευθύνη που μου το εμπιστεύτηκε, με σκοπό να το αρχειοθετήσω και να το περάσω σε ηλεκτρονική μορφή. ‘Ήδη έχει αρχειοθετηθεί ηλεκτρονικά το αρχείο ασπρόμαυρης φωτογραφίας και το αρχείο φωτογραφιών αστυνομικής ταυτότητας.‘Έχει ξεκινήσει και η ηλεκτρονική αρχειοθέτηση των έγχρωμων φωτογραφιών, αλλά θα πάρει χρόνο μιας και πρόκειται για χιλιάδες αρνητικά φωτογραφιών.
Η διαδικασία αυτή κρύβει τη δικιά της μαγεία. Πρόσωπα, γλέντια, χοροί, ένας αλλοτινός κόσμος καταδικασμένος στη λήθη και στη ναφθαλίνη, ξαναγεννιέται μέσα από φθαρμένες απ’ το χρόνο και την υγρασία φωτογραφίες και μισοκατεστραμμένα αρνητικά.
Για τη μεγάλη προσφορά του Παναγιώτη Λάκκα στο χωριό μας θεώρησα υποχρέωσή μου να του κάνω ένα αφιέρωμα, ένα οδοιπορικό στη ζωή του, στον αντιστασιακό του αγώνα, στο πάθος του για τη φωτογραφία.
Το ραντεβού μας κλείνεται απομεσήμερο του Δεκαπενταύγουστου κάτω από τον ίσκιο της πλατείας του Αϊ – Νικόλα. Η διήγησή του χειμαρρώδης και λεπτομερής. Η ζωή του σαν φωτογραφικό φιλμ, περνά πάλι από μπροστά του. Στις λιτές πρόχειρες σημειώσεις μου, αρχίζει να ξετυλίγεται ένα πολυτάραχο κομμάτι της νεώτερης ιστορίας μας. Αντίσταση, εμφύλιος πόλεμος, διώξεις, κακουχίες, αλλά και χαρές και πανηγύρια.
Ο Παναγιώτης Λάκκας, γιος του Νικόλα Λάκκα και εγγονός του αρχιτσέλιγκα της Κωστηλάτας Δημήτρη Λάκκα, γεννιέται στα Θεοδώριανα σύμφωνα με τα μητρώα της Κοινότητας το 1927. Από ομολογίες συγχωριανών όμως γεννήθηκε δύο χρόνια νωρίτερα το 1925.
1945: Επονίτης στην Άρτα |
Σε ηλικία 17 χρονών μυείται από το συγχωριανό μας Στέφανο Κολοβό στην ΕΠΟΝ. Την περίοδο 1943-45 είναι γραμματέας της ΕΠΟΝ στα Θεοδώριανα, η οποία αριθμούσε τότε τριακόσια μέλη. Ο Φλεβάρης του 1945 και η συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκουν, για λίγο, ένοπλο αντάρτη του ΕΛΑΣ στην Άρτα. Μαζί με άλλους Ελασίτες συγχωριανούς παραδίδουν τα όπλα και επιστρέφουν στα Θεοδώριανα. Ταυτόχρονα στο χωριό καταφτάνουν εξαγριωμένοι και συγχωριανοί μας ένοπλοι αντάρτες του ΕΔΕΣ, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από τον ΕΛΑΣ στην Κέρκυρα. Ο συγχωριανός Δημήτρης Κολοβός αναλαμβάνει το διαμεσολαβητή και τη συμφιλίωση χωρίς αποτέλεσμα. Οι πρώτες διώξεις και ξυλοδαρμοί με την ανοχή της διοίκησης της Εθνοφυλακής Βουργαρελίου δεν αργούν.
Τον Ιούλιο του 1945, παραμονή της Αγίας Κυριακής,ο ΠαναγιώτηςΛάκκας συλλαμβάνεται από τους Εθνοφύλακες μαζί με είκοσι ακόμα αριστερούς συγχωριανούς και κλείνονται στο δημοτικό σχολείο, μπροστά στην εκκλησία. Αρχίζουν φριχτά βασανιστήρια και άγριοι ξυλοδαρμοί από τους εθνοφύλακες. Το χωριό ξεσηκώνεται. Δεν μπορεί να γίνονται όλα αυτά στη μέση του χωριού μέσα στο δημοτικό σχολείο. Οι συγχωριανοί μας, πρώην αντάρτες του ΕΔΕΣ και τώρα στρατιώτες, Κώστας Ζώης και Κίμος Γαλανής βλέποντας όλα αυτά τα φριχτά, φεύγουν για τη Χώσεψη και μεσολαβούν στο διοικητή της Εθνοφυλακής.
Ο διοικητής φτάνει στα Θεοδώριανα με ένα γιατρό να φροντίσει τους βασανισμένους, μερικοί από τους οποίους είναι πολύ άσχημα. Ταυτόχρονα αλλάζει τον επικεφαλή λοχία, ο οποίος πρωτοστατούσε στα βασανιστήρια, με έναν μετριοπαθή και μορφωμένο ανθυπολοχαγό από την Κέρκυρα. Ο ανθυπολοχαγός μεταφέρει τους αιχμαλώτους στο Μοναστήρι της Παναγίας, έξω από το χωριό. Το βράδυ όμως το Μοναστήρι περικυκλώνεται από ακραίους συγχωριανούς. Ο ανθυπολοχαγός καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να προστατέψει τους αιχμαλώτους και ότι κινδυνεύει η ζωή τους. Φωνάζει ονομαστικά όλους τους κρατούμενους και άλλους τους παίρνει μαζί του στο Βουργαρέλι και άλλους τους αφήνει ελεύθερους να φύγουν νύχτα για την Άρτα. «Όταν έφευγα εγώ με τον Σκαμπαρδώνη και το Σωτήρη Κολτούκη με φώναξε και μου είπε: Φύγετε τώρα από το χωριό. Πείτε το και στους άλλους. Οι χωριανοί σας έχουν άσχημες διαθέσεις. Όπως έμαθα αργότερα ο βασανιστής λοχίας σκοτώθηκε στον εμφύλιο»
Από τα Θεοδώριανα νύχτα στην Άρτα και από κει κρυφά για τον Πειραιά. Το δεύτερο αντάρτικο (Μάρτης του ’46) τον βρίσκει να ασκεί το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη στον Πειραιά και οργανωμένο στην παράνομη ΕΠΟΝ μέχρι το 1948, υπεύθυνο για τη στρατολόγηση.
Το 1948 αρχίζουν τα δύσκολα. Σε κάποια από τις μυστικές μαζώξεις της οργάνωσης, παρουσιάζεται κάποιος υπεύθυνος σταλμένος από το κόμμα,ο οποίος τους ζητάει επίμονα τα «επίσημα» ονοματεπώνυμά τους και να του δηλώσουν τους παράνομους πολυγράφους, δήθεν για να γίνει καταγραφή. «…απ’ την πρώτη στιγμή δεν μου άρεσε η φάτσα του. Μου φάνηκε χαφιές. Να ζητάει από συντρόφους που βρίσκονται στην παρανομία τα ονόματά τους, όταν κανένας από μας δεν γνώριζε το κανονικό όνομα συντρόφου. Διαμαρτυρηθήκαμε στο κόμμα και εκφράσαμε τις ανησυχίες μας. Το κόμμα μάς καθησύχασε λέγοντας ότι είναι της απολύτου εμπιστοσύνης και να κάνουμε ότι λέει. Εμένα, αφού συνέχιζε να μη μου γεμίζει το μάτι, δεν ξέρω πως μου ήρθε και έδωσα το όνομα Γεωργαρόπουλος. Δεν περνάνε λίγες μέρες έρχονται δυο τρεις ασφαλίτες στην εφημερίδα που δούλευα, ζητώντας κάποιον Γεωργαρόπουλο. Εδώ τους λέω δεν υπάρχει κανένας Γεωργαρόπουλος. Με ρωτάνε πως με λένε. Τους δίνω το όνομα Πάνος Λακόπουλος. Εντάξει μου λένε εμείς ήρθαμε για το Γεωργαρόπουλο, αλλά για να ξεμπλέξουμε και μείς έλα μέχρι την ασφάλεια να δώσεις μια τυπική κατάθεση ότι δεν υπάρχει στη δουλειά σου κανένας Γεωργαρόπουλος. Μόλις μπήκα στο γραφείο της ασφάλειας να τος μπροστά μου ο χαφιές, που είχε καταφέρει να μπει σαν έμπιστος του κόμματος στην οργάνωση, μαζί με τους ασφαλίτες. Με αναγνώρισε αμέσως …»
Από κει στα κρατητήρια της Ασφάλειας και στις 20 Μαρτίου του ’48 σε ηλικία 21 χρονών στο στρατοδικείο μαζί με άλλους δύο συντρόφους του. Το κατηγορητήριο (διαβάστε εδώ) παρόνομη διανομή προκηρύξεων, προπαγάνδα με σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος κ.ά.. Η απόφαση: 8 χρόνια φυλάκιση. Στο στρατοδικείο εκ παραδρομής αναφέρεται σαν Παναγιώτης Λιακόπουλος. Αργότερα αυτό το λάθος θα του φανεί χρήσιμο. Για λίγο καιρό κλείνεται στις φυλακές των Βούρλων, έχοντας συγκρατούμενους τους καταδικασμένους σε θάνατο Μανόλη Γλέζο και Λεωνίδα Κύρκο.
Την ίδια χρονιά μεταφέρεται από τις φυλακές των Βούρλων στα Γιούρα. Κολαστήριο. Εκεί περνά τα χειρότερα χρόνια της ζωής του. Βασανιστήρια και καθημερινή επαφή με το θάνατο: «… εκεί ,στη μέση της αυλής των φυλακών, ήταν η περίφημη συκιά. Ένα δέντρο που χρησιμοποιούνταν από τους δήμιους για βασανισμό των κρατουμένων, αφού τους έδεναν απ’ τα κλαριά της. Κάθε δεκαπέντε μέρες έπιαναν ένα κρατούμενο στη τύχη και για παραδειγματισμό τον βασάνιζαν μέχρι θανάτου κρεμώντας τον απ΄τα κλαριά της. Καθημερινά έτρεμα μήπως ερχόταν και η δική μου η σειρά. Στάθηκα τυχερός. Γλίτωσα…»
Μένει στα Γιούρα τέσσερα χρόνια από το ’48 ως το ’52 με ενδιάμεσο σταθμό για λίγο, λόγω ασθενείας τις φυλακές Τρικάλων και Τρίπολης. Στα Γιούρα του δίνεται η ευκαιρία να μορφωθεί, αφού οι κρατούμενοι συστήνουν το δικό τους σχολείο. Οι μορφωμένοι, που ήταν πολλοί, είχαν αναλάβει τη μόρφωση των υπολοίπων κρατουμένων, διδάσκοντας ακόμα και ξένες γλώσσες. «.. είχαμε χωριστεί σε ομάδες κάτι σαν τις τάξεις του σχολείου και ο καθένας διάλεγε τι ήθελε να μάθει. Το ρόλο του δασκάλου τον είχαν αναλάβει μορφωμένοι συγκρατούμενοι. Εγώ διάλεξα να μάθω λογιστική, αγγλικά και φωτογραφία»
1952: Μακρόνησος |
Στα τέλη του ’52 απολύεται από τις φυλακές των Γιούρων, αφού του ήρθε το χαρτί για να παρουσιαστεί σαν στρατιώτης. Στην πραγματικότητα αλλάζει ξερονήσι και κολαστήριο. Από τα Γιούρα στη Μακρόνησο, όπου τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα. Εντάσσεται στο τάγμα απομονωμένων, που υπηρετούν όσοι δεν υπέγραφαν δήλωση. Εκεί η τύχη του φέρνει μπροστά του έναν άλλο χωριανό… «Στη Μακρόνησο όλοι με ήξεραν σαν Πειραιώτη, αφού έμενα στον Πειραιά. Μόλις γνωρίστηκα με κάποιους αρτινούς με πιάνουν και μου λένε. Εδώ υπηρετεί και κάποιος ποινικός από το χωριό σου. Το νου σου. Να φυλάγεσαι μη σε γνωρίσει μένει στη σκηνή 4. Είναι από τους χειρότερους δήμιους. Στη Μακρόνησο υπηρετούσαν και ποινικοί τους οποίους τους χρησιμοποιούσαν σαν δεσμοφύλακες και δήμιους. Βάραγαν αλύπητα. Μια μέρα ενώ μπήκαμε στη σειρά το πρωί για να πάμε να κουβαλήσουμε πέτρες, νά τος μπροστά μου μαζί με τους άλλους δεσμοφύλακες. Με γνώρισε. Με τραβάει παραπέρα. Δεν του είπα τον πραγματικό λόγο που καταδικάστηκα. Συζητήσαμε για το χωριό. Του είπα ότι εσύ ήσουν πατριώτης πώς κατάντησες εδώ να δέρνεις κόσμο. Ξέρεις ότι εδώ είναι καμιά εκατοστή αρτινοί, μορφωμένοι, γιατροί, δικηγόροι και αρκετοί κοντοχωριανοί μας; Τι θα τους πεις όταν απολυθείς και σε βρουν έξω; Πως θα τους αντικρίσεις. Φοβήθηκε. Άρχισε να το σκέφτεται. Μου ζήτησε να τον φέρω σε επαφή με τους αρτινούς. Βρεθήκαμε μιλήσαμε όλοι μαζί. Άλλαξε η συμπεριφορά του. Όταν απολύθηκε ήρθε και μας αποχαιρέτισε. Απολύθηκα και γω γύρισα στο χωριό. Δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα μεταξύ μας».
Μένει αρκετό διάστημα στη Μακρόνησο και στις αρχές του 1953 με κλονισμένη την υγεία του από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, νοσηλεύεται στο 401 Στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί βρίσκεται εντελώς απομονωμένος από τους υπόλοιπους ασθενείς, ως επικίνδυνος κρατούμενος. «…μπήκα στο νοσοκομείο. Απαγορευόταν να πιάσω κουβέντα με άλλο ασθενή στρατιώτη, αλλά και να μου μιλήσει κάποιος. Για όλους ήμουν ο Λάκκας, ένας επικίνδυνος αριστερός κακοποιός. Έρχονταν στιγμές που ένιωθα χειρότερα από τη φυλακή, εντελώς απομονωμένος. Ώσπου μια μέρα από τα διπλανά κρεβάτια άκουσα κάποιον ασθενή φαντάρο να λέει ότι είναι από τα Θεοδώριανα. Ήταν ο Δημήτρης Ντάσκας. Νόμισα ότι ξαναγεννήθηκα. Τον πλησίασα με φόβο στην αρχή και αρχίσαμε στα κρυφά να λέμε κάποιες κουβέντες και να μαθαίνω κάποια νέα από το χωριό και τους δικούς μου. Από τότε αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη φιλία και σχέση μεταξύ μας, που κράτησε για πάντα…»
Μένει αρκετό διάστημα στο νοσοκομείο και από κει φεύγει με άδεια τριάντα ημερών για τα Θεοδώριανα. Πρέπει να ήταν αρχές του ’54. Μένει στο χωριό και περιφέρεται φορώντας υποχρεωτικά τα στρατιωτικά του ρούχα, μια βαριά χλαίνη και κάτι ξεχαρβαλωμένα άρβυλα. Κανένας στο χωριό δεν γνώριζε για καταδίκες ποινές και φυλακές. Για τους χωριανούς δούλευε στον Πειραιά κα ήρθε σαν φαντάρος με άδεια στο χωριό.
Τελειώνοντας η άδειά του παρουσιάζεται στο φρούραρχο Άρτας, για να προωθηθεί ξανά στη Μακρόνησο. Για καλή του τύχη πέφτει σε έναν καλό αξιωματικό, ο οποίος τον στέλνει σε ένα δικό του γιατρό στο στρατώνα Άρτας και από κει ξανά για νοσηλεία στο 401.
Εκεί τον βρίσκει ο νόμος του 1954 για εξαγορά του υπόλοιπου της θητείας του και αμνηστία. Ο σχετικός νόμος έδινε αμνηστία στους καταδικασμένους για θέματα που αφορούσαν έντυπα μέσα. Επιστρέφει στη Μακρόνησο για το φύλλο απόλυσης και το 1955 ελεύθερος στα Θεοδώριανα.
Θεοδώριανα γύρω στα 1960. Παρέα με τη φωτογραφική του μηχανή. |
Είναι πλέον 27 χρονών αποκομμένος από το χωριό, χωρίς δουλειά και πάμφτωχος. Τότε καθαρά από ανάγκη στην αρχή, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Κατεβαίνει στην Άρτα να αγοράσει από το φωτογραφείο του Βήχα την πρώτη φωτογραφική μηχανή. Μια KODAK μοντέλο του ’50. Επειδή δεν έχει χρήματα την ανταλλάσει με ένα ρολόι που φοράει στο χέρι. Σιγά σιγά η φωτογραφία μπαίνει στη ζωή του γίνεται η μεγάλη του αγάπη και η φωτογραφική μηχανή δεν λείπει σχεδόν ποτέ από πάνω του. Την ίδια εποχή το επάγγελμα του φωτογράφου στο χωριό εξασκούν και δυο άλλοι συγχωριανοί ο Γιώργος Παπαποστόλης κυρίως στην Άρτα και ο Γεράσιμος Μαντέλλος τους καλοκαιρινούς μήνες στο χωριό.
Παράλληλα με τη φωτογραφία το χειμώνα κατεβαίνει στην Άρτα και δουλεύει, όπως και οι περισσότεροι τότε Θοδωριανίτες, στο «πορτοκάλι». Και εκεί όμως η φωτογραφική μηχανή πάντα σε δράση. Εκεί τραβάει μερικές καταπληκτικές ομαδικές φωτογραφίες με τους Θεοδωριανίτες εργάτες, άντρες και γυναίκες, στο κάμπο της Άρτας.
Φωτογραφίζει όλα τα πανηγύρια του χωριού από το 1954 και δώθε. Εκτός όμως από τα Θεοδώριανα περιδιαβαίνει και τα γειτονικά χωριά Νεράιδα και Παχτούρι, να τραβήξει γάμους, πανηγύρια, βαφτίσια. « …στη Νεράιδα πήγαινα για πολλά χρόνια κάθε Κυριακή με τα πόδια. Όταν τέλειωνε η εκκλησία ήμουν πάντα εκεί. Κάποια μέρα ήρθε ένας χωροφύλακας από τη Μεσοχώρα και αφού ήπιε και μέθυσε στα μαγαζιά είπε να μου κάνει έλεγχο. Μου ζήτησε την άδεια που έχω. Εγώ είχα άδεια μόνο για το νομό Άρτας. Με έγραψε και σηκώθηκε να φύγει. Ο παπα-Θωμάς , που ήταν τότε παπάς στη Νεράιδα, μόλις του εξήγησα τι είχε γίνει, βάζει τις φωνές και τον γυρίζει πίσω. Του ζητάει το χαρτί που με είχε γράψει και το σκίζει μπροστά του. Αυτόν τον άνθρωπο δεν θα τον ξαναπειράξεις, του λέει. Να τον αφήσεις να κάνει τη δουλειά του…»
Αλλά και στην Άρτα φωτογραφίζει εκδηλώσεις, σχολεία και μέσα σε αυτά και το Γυμνάσιο Θηλέων Άρτας, ξεχωριστός σταθμός στη φωτογραφική του πορεία. Τα ήθη της εποχής ήταν διαφορετικά.
Το 1964 θέλει να φύγει για την Ελβετία. Για να εκδοθεί όμως διαβατήριο πρέπει να έχει καθαρό ποινικό μητρώο. Ήταν όμως καταδικασμένος. Στέκεται τυχερός. Τότε διαπιστώνει ότι καταδικάστηκε σαν Λιακόπουλος, στις φυλακές, στην εξορία, στην ασφάλεια ήταν Λακόπουλος και στα επίσημα δημοτολόγια της κοινότητας Παναγιώτης Λάκκας. Οπότε λευκό ποινικό μητρώο. Αργότερα αναγκάστηκε με δικαστική απόφαση να αποδείξει ότι ο Λακόπουλος, ο Λιακόπουλος και ο Λάκκας είναι το ίδιο πρόσωπο. Μένει δυο χρόνια στην Ελβετία, αλλά επιστρέφει γρήγορα.
Το ’67 με τη δικτατορία από όλους τους αριστερούς του χωριού συλλαμβάνουν μόνο αυτόν και το Γιάννη Κολτούκη. Τους κλείνουν αρχικά για κάμποσες μέρες στο στρατόπεδο της Πρέβεζας και μετά στην Άρτα. Αφήνονται ελεύθεροι με τον περιορισμό να δίνουν το παρών στο αστυνομικό τμήμα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 εγκαθιστά στα Θεοδώριανα δικό του εμφανιστήριο φωτογραφιών. Εκτός από τις χαρές, τις εκδρομές και τα πανηγύρια, αρκετές φωτογραφίες αποθανατίζουν και κηδείες. «…οι χωριανοί εκτός από τις χαρές με φώναζαν να φωτογραφίσω και τις κηδείες. Όλο το χωριό με φώναζε και στις κηδείες. Σε κάποιες πήγα. Κάποια στιγμή άρχισα να ντρέπομαι, δεν ήθελα να παρεξηγηθώ, να κατηγορηθώ ότι εκμεταλλεύομαι το πόνο. Σταμάτησα δεν ξαναπήγα σε καμία…»
Πολλές φορές οι παρέες των συγχωριανών, που πραγματοποιούν εκδρομές στα αξιοθέατα του χωριού τον παίρνουν μαζί τους για φωτογράφο. Στη Σούδα, στις Κρανιές, στη Νεράιδα, στον Αϊ-Λια, στην Πυραμίδα. Στην Πυραμίδα τραβά, την πιο επεισοδιακή, αλλά και την πιο όμορφη φωτογραφία του. «…είναι το καλοκαίρι του 1967. Μια μεγάλη παρέα χωριανών ξεκινά τα μεσάνυχτα για την Πυραμίδα. Με τα πόδια από το χωριό, τότε δεν υπήρχε αγροτικός δρόμος. Στην παρέα και γω για τις απαραίτητες φωτογραφίες.
Ξημερώματα φτάνουμε στην κορυφή. Με το χάραμα στήνονται όλοι στην κορυφή για την πολυπόθητη αναμνηστική φωτογραφία. Στήνω τη μηχανή σε ένα τρίποδα, αλλά φεύγει ο τρίποδας και η μηχανή πέφτει στο γκρεμό. Με κίνδυνο να γκρεμιστώ τη μάζεψα. Δεν είχε πάθει τίποτα. Η φωτογραφία αυτή είναι η καλύτερη που έχω τραβήξει».
Η ζωή του όλη δύσκολη. Οι χαρές λίγες. Η χειρότερη μέρα της ζωής του; «Στα Γιούρα. Μια μέρα κουβαλάγαμε μέσα στον καυτό ήλιο άμμο από την Άνδρο στα Γιούρα. Από το πρωί ως το βράδυ. Μόλις τελειώσαμε και πέσαμε να ξεκουραστούμε μας σήκωσαν. Έζησα μαζί με τους συντρόφους μου την πιο εφιαλτική μέρα της ζωής μου. Φριχτά βασανιστήρια..»
Από το ’70 και μετά πιάνει δουλειά σαν υπεύθυνος στην ΑΓΡΕΞ, εργοστάσιο επεξεργασίας εσπεριδοειδών στην Άρτα. Από κει συνταξιοδοτείται.
Στα ενενήντα του δεν έχει απαρνηθεί το μεράκι του για τη φωτογραφία. Το μόνο που άλλαξε η KODAK του ’50. Στα χέρια του πλέον μια μικρή ψηφιακή μηχανή.
…Η καμπάνα του χωριού ακούγεται χαρμόσυνα θυμίζοντάς μας τη μέρα. Σε λίγο θα ξεκινήσει ο χορός του Δεκαπενταύγουστου, το διπλοκάγγελο στην πλατεία. Πρέπει να είναι εκεί. Σηκώνεται αργά, παίρνει τη μηχανή του στα χέρια του.
«Πάμε. Έχουμε και το χορό σε λίγο. Πρέπει να βγάλω το διπλοκάγκελο…»