Αθαμάνες, οι μακρινοί μας πρόγονοι
Για τα πολύ παλιά χρόνια, λείπουν τα ιστορικά στοιχεία για τα Θεοδώριανα, όπως και για την ευρύτερη ορεινή περιοχή μας. Για πρώτη φορά τα Θεοδώριανα αναφέρονται με το σημερινό τους όνομα στα 1695, σ’ ένα φορολογικό κατάλογο των βενετσιάνικων αρχών. Απ’ τα ανεπίσημα όμως αρχαιολογικά ευρήματα στη Θέση Σελιό, απ’ την ονομασία τους κι από άλλες ιστορικές παραδοχές, τα Θεοδώριανα μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν ιστορική συνέχεια της αρχαίας πόλης Θεοδωρία στη χώρα των Αθαμάνων.
Οι Αθαμάνες, η πρώτη ιστορικά εξακριβωμένη φυλή που ζει στα χώματά μας, είναι οι μακρινοί μας πρόγονοι, πριν από δυο χιλιάδες και παραπάνω χρόνια. Μπορούμε, λοιπόν, να φανταστούμε τον Αθάμα, τον αρχέγονο γεννήτορά μας, έντρομο και περιδεή στις καταιγίδες και στ’ αστραπόβροντα, να σαλαγάει τα κοπάδια του στις χλοερές πλαγιές της Κωστηλάτας, να κουβαλάει το ησίοδο αλέτρι στη Χούνη για να οργώσει τη σφιχτή γη, ν’ ακολουθάει το βασιλιά Αμύνανδρο στον γόνιμο κάμπο της Θεσσαλίας ή το βασιλιά Πύρρο στη μακρινή Σικελία, να κυνηγάει με βέλη στα πυκνοδασωμένα Πλάγια αγριόχοιρους και πάνθηρες…
Κατά τη μυθολογία, ο Αθάμας, στον οποίο οφείλει το όνομά της η Αθαμανία ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του βασιλιά Έλληνα, βασίλευε στον Ορχομενό, αλλά μπλέκεται σε γυναικοδουλειές και διώχνεται γύρα στα 1284 π.Χ. Πορεύεται βορειοδυτικά, ψάχνοντας «για άγριο τόπο» κατά το χρησμό του Μαντείου, περιπλανιέται παράφρονας απ’ την οργή της Ήρας επί πολλές μέρες και τελικά φτάνει «εις τα ανατολικά άκρα των Τζουμέρκων, εις μίαν μικράν κοιλάδα του άνω ρου του Αχελώου με εκατέρωθεν κρημνώδη όρη», όπου και εγκαθίσταται. Παντρεύεται τη Θεμιστώ, κόρη του βασιλιά των Λαπιθών και ιδρύει το βασιλικό οίκο των Αθαμάνων.
Οι Αθαμάνες, λαός κατ’ εξοχή ποιμενικός, θεωρούνται απ’ τους ιστορικούς δημιουργικοί, με κράση καρτερική και φοβεροί πολεμιστές. Το ψυχρό κλίμα, η αγριότητα του τοπίου, η δύσκολη επικοινωνία, η λιτή τροφή κι η ασχολία στην ύπαιθρο, δημιούργησαν άντρες εύρωστους, αρρενωπούς, ψυχικό δυνατούς, χαρακτήρες τολμηρούς και τραχείς. Ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τη γεωργία, την κεραμική και την υφαντική. Παλιά, λάτρευαν τον Αχελώο και τη θεά Διώνη, αργότερα τους θεούς που λάτρευαν κι οι άλλοι Έλληνες.
Η Αθαμανία εκτείνεται στο μεταίχμιο Ηπείρου-Θεσσαλίας (πιο πολύ στην Ήπειρο) και περιλαμβάνει τα Αθαμανικά Όρη ή Τζουμέρκα, τα Ραδοβύζια και τμήμα της περιοχής του Ασπροποτάμου και Μαλακασίου. Όταν οι Δωριείς εισβάλλουν στην Ήπειρο (1104 π.Χ.) κατακτούν και την Αθαμανία, αλλά δεν διακρίνονται ως φυλή. Συγχρωτίζονται κι αφομοιώνονται απ’ τους γηγενείς Αθαμάνες.
Τη μεγαλύτερη ακμή της η Αθαμανία γνωρίζει επί βασιλείας Αμύνανδρου (220-184 π.Χ.), που επεκτείνει το κράτος του ως τους Γόμφους της Θεσσαλίας. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος, διασώζει τα ονόματα δώδεκα πόλεων της Αθαμανίας μεταξύ αυτών και της Θεοδωρίας στο κέντρο της Αθαμανίας.
H Θεοδωρία καταστρέφεται το 167 π.Χ., μαζί με τις άλλες πόλεις των Αθαμάνων, από τους Ρωμαίους, επειδή οι Αθαμάνες πήραν το μέρος των Μακεδόνων κατά τον πόλεμο Ρωμαίων – Μακεδόνων (171-168 π.Χ.). Η Αθαμανία γίνεται πλέον ρωμαϊκή επαρχία. Σε όλα τα κατοπινά βυζαντινορωμαϊκά χρόνια η Θεοδωρία και γενικότερα η Αθαμανία μένει στην αφάνεια.
Κατά τη μυθολογία, ο Αθάμας, στον οποίο οφείλει το όνομά της η Αθαμανία ήταν γιος του Αιόλου και εγγονός του βασιλιά Έλληνα, βασίλευε στον Ορχομενό, αλλά μπλέκεται σε γυναικοδουλειές και διώχνεται γύρα στα 1284 π.Χ. Πορεύεται βορειοδυτικά, ψάχνοντας «για άγριο τόπο» κατά το χρησμό του Μαντείου, περιπλανιέται παράφρονας απ’ την οργή της Ήρας επί πολλές μέρες και τελικά φτάνει «εις τα ανατολικά άκρα των Τζουμέρκων, εις μίαν μικράν κοιλάδα του άνω ρου του Αχελώου με εκατέρωθεν κρημνώδη όρη», όπου και εγκαθίσταται. Παντρεύεται τη Θεμιστώ, κόρη του βασιλιά των Λαπιθών και ιδρύει το βασιλικό οίκο των Αθαμάνων.
Οι Αθαμάνες, λαός κατ’ εξοχή ποιμενικός, θεωρούνται απ’ τους ιστορικούς δημιουργικοί, με κράση καρτερική και φοβεροί πολεμιστές. Το ψυχρό κλίμα, η αγριότητα του τοπίου, η δύσκολη επικοινωνία, η λιτή τροφή κι η ασχολία στην ύπαιθρο, δημιούργησαν άντρες εύρωστους, αρρενωπούς, ψυχικό δυνατούς, χαρακτήρες τολμηρούς και τραχείς. Ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τη γεωργία, την κεραμική και την υφαντική. Παλιά, λάτρευαν τον Αχελώο και τη θεά Διώνη, αργότερα τους θεούς που λάτρευαν κι οι άλλοι Έλληνες.
Η Αθαμανία εκτείνεται στο μεταίχμιο Ηπείρου-Θεσσαλίας (πιο πολύ στην Ήπειρο) και περιλαμβάνει τα Αθαμανικά Όρη ή Τζουμέρκα, τα Ραδοβύζια και τμήμα της περιοχής του Ασπροποτάμου και Μαλακασίου. Όταν οι Δωριείς εισβάλλουν στην Ήπειρο (1104 π.Χ.) κατακτούν και την Αθαμανία, αλλά δεν διακρίνονται ως φυλή. Συγχρωτίζονται κι αφομοιώνονται απ’ τους γηγενείς Αθαμάνες.
Τη μεγαλύτερη ακμή της η Αθαμανία γνωρίζει επί βασιλείας Αμύνανδρου (220-184 π.Χ.), που επεκτείνει το κράτος του ως τους Γόμφους της Θεσσαλίας. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος, διασώζει τα ονόματα δώδεκα πόλεων της Αθαμανίας μεταξύ αυτών και της Θεοδωρίας στο κέντρο της Αθαμανίας.
H Θεοδωρία καταστρέφεται το 167 π.Χ., μαζί με τις άλλες πόλεις των Αθαμάνων, από τους Ρωμαίους, επειδή οι Αθαμάνες πήραν το μέρος των Μακεδόνων κατά τον πόλεμο Ρωμαίων – Μακεδόνων (171-168 π.Χ.). Η Αθαμανία γίνεται πλέον ρωμαϊκή επαρχία. Σε όλα τα κατοπινά βυζαντινορωμαϊκά χρόνια η Θεοδωρία και γενικότερα η Αθαμανία μένει στην αφάνεια.
Η Θεοδωρία στη Θέση Σελιό των Θεοδωριάνων
Οι ιστορικοί που έζησαν κοντά στα χρόνια ύπαρξης της Θεοδωρίας, που πιθανώς να οφείλει το όνομά της στο βασιλιά της Αθαμανίας Θεόδωρο, περιορίζονται μόνο στην αναφορά του ονόματος της πόλης, χωρίς να προσδιορίζουν και την ακριβή της θέση, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις περισσότερες πόλεις της Αθαμανίας. Απ’ τους νεότερους συγγραφείς, οι περισσότεροι ερευνητές και ιστορικοί τοποθετούν τη Θεοδωρία στη Θέση Σελιό (σλάβικη λέξη που σημαίνει χωριό) των Θεοδωριάνων.
Η θέση Σελιό όπου φέρεται χτισμένη η αρχαία Θεοδωρία
Η ονομασία Θεοδώριανα θεωρείται εξέλιξη της ονομασίας Θεοδωρίας «επί το ευφωνικότερον και ελληνικότερον», όπως άλλωστε συνέβη και με τις περισσότερες ονομασίες πόλεων, χωριών, ποταμών κλπ. Η αλλαγή του ονόματος από Θεοδωρία σε Θεοδώριανα συντελείται διά μέσου των αιώνων, αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί πότε ακριβώς. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν τα Θεοδώριανα ταυτίζονται με την αρχαία Θεοδωρία και αποτελούν ιστορική της συνέχεια.